- ευκρινώ
- εὐκρινῶ, -έω (ΑΜ) [ευκρινής]μσν.διακρίνω καλάαρχ.1. εξετάζω επιμελώς, διαλέγω καλά («τοὺς στρατευσομένους δεῑ εὐκρινεῑν», Ξεν.)2. κρίνω, αποφασίζω3. εξηγώ με σαφήνεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διευκρινώ — (Α διευκρινῶ, έω) [ευκρινώ] 1. εξετάζω προσεκτικά, διαφωτίζω σκοτεινό θέμα ή υπόθεση 2. καθιστώ κάτι ευκρινές, σαφές 3. αναλύω, εξηγώ τα δύσκολα σημεία κάποιου θέματος αρχ. κρίνω ορθά … Dictionary of Greek
εξευκρινώ — ἐξευκρινῶ, έω (Α) [ευκρινώ] εξετάζω με προσοχή … Dictionary of Greek
προευκρινώ — έω, Α 1. συλλέγω εκ τών προτέρων με προσοχή 2. κρίνω με προσοχή 3. παθ. προευκρινοῡμαι ξεκαθαρίζομαι, καθίσταμαι πρώτα σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐκρινῶ «εξετάζω, διαλέγω, κρίνω»] … Dictionary of Greek